ὑποβάκχειος

ὑποβάκχειος
ὑποβάκχειος
the metrical foot
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποβάκχειος — ὁ, Α (μετρ.) 1. ονομασία τού μετρικού ποδός ∪ 2. ονομασία τού ποδός ∪∪ . [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βακχεῖος] …   Dictionary of Greek

  • ὑποβακχείους — ὑποβάκχειος the metrical foot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάκχειοι — ὑποβάκχειος the metrical foot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβάκχειον — ὑποβάκχειος the metrical foot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”